- παρλάρω
- 1. μιλώ2. φλυαρώ ακατάσχετα ή απερίσκεπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parlare «μιλώ» < parla (βλ. λ. πάρλα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρλάρω — βλ. πίν. 55 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής